αδιακόρευτος

αδιακόρευτος
η , ο [ος , ον ] девственный, невинный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αδιακόρευτος" в других словарях:

  • αδιακόρευτος — η, ο (Α ἀδιακόρευτος, ον) [διακορεύω] (για γυναίκες) αυτή που δεν διακορεύτηκε, η αδιάφθορη, η παρθένα …   Dictionary of Greek

  • αδιακόρευτος — η, ο (για γυναίκα), αυτή που δε διακορεύτηκε, η παρθένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιακορεύτων — ἀδιακόρευτος undeflowered masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτρητος — η, ο (AM ἄτρητος, ον) αυτός που δεν έχει τρύπα μσν. (για γυναίκα) αδιακόρευτος αρχ. αυτός που δεν ανοίγει τρύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρητός < τετραίνω «τρυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • αδιαπαρθένευτος — η, ο [διαπαρθενεύω] ο αδιακόρευτος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»